Η Γενική Συνέλευση της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στη συνεδρίασή της αρ. 3/27−10−2021 κατέληξε στο παρακάτω ψήφισμα:
«Τα μέλη ΔΕΠ της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ εκφράζουν τον έντονο προβληματισμό και την ανησυχία τους για την ανεξέλεγκτη και καταχρηστική επέκταση δραστηριοτήτων βιομηχανικού χαρακτήρα ΑΠΕ σε παρθένες περιοχές της χώρας, που αποτελούν παρακαταθήκη του φυσικού πλούτου και της πολιτιστικής κληρονομιάς που οφείλουμε να παραδώσουμε ανέπαφα στις επόμενες γενιές.
Ειδικότερα, μας απασχολεί η συνεχώς εντεινόμενη και εκτεταμένη εγκατάσταση μονάδων ανεμογεννητριών και η χωροθέτηση μεγάλων αιολικών πάρκων, σε πολλές ορεινές και νησιωτικές περιοχές της χώρας, η οποία επηρεάζει τα φυσικά και πολιτιστικά τοπία και τα οικοσυστήματα των περιοχών αυτών. Ζητούμε την αναστολή της αδειοδότησης νέων μονάδων/πάρκων και της περαιτέρω επέκτασης των υπαρχουσών εγκαταστάσεων, μέχρι την ολοκλήρωση του υπό αναθεώρηση Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, καθώς και την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου και αειφόρου σχεδιασμού χωροθέτησης τέτοιων μονάδων.
Στον σχεδιασμό αυτό θα πρέπει να συμβάλουν ουσιαστικά όλοι οι σχετικοί φορείς, από όλα τα εμπλεκόμενα επιστημονικά πεδία και τις ενδιαφερόμενες κοινωνικές ομάδες, καθώς και οι εμπλεκόμενες τοπικές κοινωνίες, στη βάση μιας σύνθετης ανάγνωσης και αξιολόγησης των ιδιαιτεροτήτων των εκάστοτε τόπων, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές κοινωνικές και οικονομικές τους συνθήκες, καθώς και την ευαλωτότητα του εκάστοτε φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και τοπίου. Κάθε νέα πρόταση/μελέτη θα πρέπει να καταθέτει εκτός των άλλων, εμπεριστατωμένες περιβαλλοντικές και υδρολογικές μελέτες από ανεξάρτητους μελετητές, που θα λαμβάνουν υπόψη τα ζητήματα του κύκλου του νερού και της βιοποικιλότητας, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε κλίμακα ευρύτερων περιφερειών καθώς και ολόκληρης της χώρας.
Αντιλαμβανόμενοι τη συνθετότητα των ζητημάτων αναφορικά με την κλιματική κρίση και την ενεργειακή μετάβαση μέσω Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας καθώς και την ανάγκη για την προστασία της βιοποικιλότητας, αλλά και τη διατήρηση των ιδιαιτεροτήτων κάθε τόπου και τις στοχοθεσίες των σχετικών χωρικών πολιτικών και τις απόψεις των τοπικών κοινωνιών, η Σχολή Αρχιτεκτόνων θα αναλάβει την πρωτοβουλία ανοικτού διαλόγου στην παραπάνω κατεύθυνση.»