Περίοδος 1917 – 1940
Οι σημαντικές αλλαγές στη συγκρότηση του Πολυτεχνείου ως Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και η Ίδρυση της Ανωτάτης Σχολής Αρχιτεκτόνων (παράλληλα με τις Σχολές Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανολόγων) συνδέονται με την προσωπικότητα του τότε διευθυντή Αγγ. Γκίνη και την πολιτική ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου, στον οποίο είχε άμεση απήχηση η σχετική εισηγητική έκθεση του πρώτου (1913) για την ίδρυση τριών Σχολών “…εν τη κοιτίδι αυτή της Αρχιτεκτονικής”. Το Βασιλικό Διάταγμα για την Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων υπογράφτηκε στις 26 Μαρτίου 1916, ο τελικός όμως νόμος (Ν. 980) επικυρώθηκε αργότερα, στις 24 Οκτωβρίου 1917.
Η νέα Σχολή των Αρχιτεκτόνων εγκαταστάθηκε, μαζί με τους Χημικούς, στο κεντρικό κτίριο του νεοκλασικού συγκροτήματος (κτίριο Αβέρωφ). Για τους σπουδαστές, που ήταν 20 έως 30 κάθε χρόνο, επαρκούσε μια αίθουσα σχεδιαστηρίων και συγκεκριμένα εκείνη του ισογείου προς την οδό Τοσίτσα. Τα Εργαστήρια Ελευθέρου Σχεδίου και Πλαστικής βρίσκονταν τότε στα υπόγεια της μονώροφης πτέρυγας, προς την πλευρά των οδών Πατησίων – Στουρνάρη.
Οι πρώτες κατευθύνσεις της νεοσύστατης σχολής ανταποκρίνονταν στο αισθητικό κλίμα της Αθήνας του μεσοπολέμου, που ακολουθούσε ευρωπαϊκά ρεύματα: αποδέσμευση από τον ακαδημαϊσμό και τα κλασσικιστικά πρότυπα, επίδραση των βιεννέζικων και γερμανικών σχολών ή της γαλλικής εκλεκτικής παράδοσης. Αντανακλούσε όμως και την παιδεία και την προσωπικότητα των καθηγητών που τη στελέχωσαν. Υπεύθυνος για την οργάνωση και τη γενικότερη εκπαιδευτική φυσιογνωμία της Σχολής υπήρξε ο Γάλλος πολεοδόμος-αρχιτέκτων Ε. Εμπράρ και, κατά δεύτερο λόγο, ο αρχιτέκτων Α. Νικολούδης.
Ο Εμπράρ, που ήταν εξοικειωμένος με τα σύγχρονα προβλήματα της αρχιτεκτονικής πρακτικής και πολεοδομίας, και επιπλέον συμμετείχε ενεργά, ως σύμβουλος της κυβερνήσεως Βενιζέλου στο έργο ανασυγκρότησης της χώρας, δίνει στο μάθημά του πνεύμα θετικό και ρεαλιστικό, που συμβαδίζει με την ενίσχυση του τεχνικού χαρακτήρα της Σχολής. Αντίθετα ο Νικολούδης, ενθουσιώδης εκφραστής του γαλλικού νέο – μπαρόκ, μετέφερε το εκλεκτικό μορφολογικό ρεπερτόριο της Beaux – Arts και υπήρξε για πολλά χρόνια το πρότυπο του δεξιοτέχνη στο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Πρέπει ακόμη να αναφερθεί η απόπειρα (που απέτυχε) του καθηγητή κτιριολογίας Β. Κουρεμένου (1923-27) να επιβληθεί η οργάνωση της διδασκαλίας σε ateliers, κατά τα γαλλικά πρότυπα.
Τελικά, η συγκρότηση των σπουδών στη Σχολή Αρχιτεκτόνων προσέβαλε έναν αμιγή “πολυτεχνειακό” χαρακτήρα που, σε αντιπαράθεση με το κλίμα της Beaux-Arts, προσέγγιζε στη μεθοδολογία των γερμανικών Σχολών. Το σύστημα διαρθρώθηκε σε μαθήματα οργανωμένα σε Έδρες, που κατείχαν καθηγητές πλαισιωμένοι από επιμελητές και βοηθούς με ανανεούμενη τριετή θητεία. Αναφέρονται τα ονόματα των καθηγητών: Εμμ. Κριεζή (Οικοδομική), Μιχ. Τόμπρου και Α. Σώχου (Πλαστική), Αν. Δημητρακόπουλου (Πολεοδομία), Ν. Ασπρογέρακα (Ζωγραφική) και Αν. Ορλάνδου (Αρχιτεκτονική Ρυθμολογία και Μορφολογία, με θητεία 1918-1957).